Πόλεμος της Ανεξαρτησίας της Εσθονίας
Πόλεμος της Ανεξαρτησίας της Εσθονίας | |||
---|---|---|---|
Ρωσικός εμφύλιος πόλεμος | |||
Χρονολογία | 28 Νοεμβρίου 1918 – 2 Φεβρουαρίου 1920 | ||
Τόπος | Εσθονία, Λετονία, Βορειοδυτική Ρωσία | ||
Έκβαση | Νίκη της Εσθονίας | ||
Εδαφικές μεταβολές | Ενοποίηση των εσθονικών περιοχών Χάργιου, Λέενε, Γιέρβα, Βιρουμάα, Ιβάνγκοροντ, Τάρτου, Βόρου, Βίλγιαντι, Πάρνου και των νησιών Σάαρεμαα, Χιίουμαα και Μούχου Το Κυβερνείο της Λιβονίας διαμοιράστηκε με τη Λετονία | ||
Απώλειες | |||
|
Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας - (εσθονικά: Vabadussõda) ήταν πολεμική σύγκρουση των Εσθονών εναντίον του Κόκκινου στρατού, στα πλαίσια του Ρωσικού εμφύλιου πολέμου, που η νικηφόρα έκβασή του οδήγησε στην ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Εσθονίας, το 1920.
Με τη υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Τάρτου, η οποία συνήφθη με τη Σοβιετική Ρωσία στις 2 Φεβρουαρίου του 1920, η Μόσχα αναγνώρισε την εθνική κυριαρχία της Εσθονίας και παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις της, στο διηνεκές. Ένα χρόνο αργότερα, η Εσθονία κέρδισε διεθνή αναγνώριση από τις δυτικές δυνάμεις και έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Τον Ιούνιο του 1920, δημοσιεύτηκε το πρώτο σύνταγμα της Εσθονίας, με το οποίο καθιερώθηκε κοινοβουλευτικό σύστημα. [1]
Σύντομο ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα του 19ου, οι Εσθονοί εξελίχθηκαν γρήγορα σε μια ανεξάρτητη κοινωνία και έθνος. Ο αριθμός των αστικοποιημένων Εσθονών είχε αυξηθεί σημαντικά, ξεπερνώντας τις γερμανικές πλειοψηφίες στις πόλεις. Η εκβιομηχάνιση κατέρριπτε επίσης την παλιά τάξη πραγμάτων. Η πολιτιστική αφύπνιση της Εσθονίας ξεκίνησε στις δεκαετίες 1850 και 1860. Η αντίδραση του Τσάρου και μια σφοδρή εκστρατεία ρωσοποίησης στη δεκαετία του 1880 δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν το νέο εσθονικό πνεύμα, αν και ως επί το πλείστον τα εσθονικά αιτήματα συνέχισαν να επικεντρώνονται στον πολιτισμό. Τα πολιτικά αιτήματα για εσθονική αυτονομία εκφράστηκαν έντονα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1905, και το ίδιο έτος οργανώθηκε στο Τάρτου ένα Παν-Εσθονικό Συνέδριο. Αν και οι ριζοσπάστες Εσθονοί πολιτικοί, όπως ο Γιάαν Τέεμαντ, και οι μετριοπαθείς ηγέτες, όπως ο Γιάαν Τόνισον, ήταν βαθιά διχασμένοι ως προς την τακτική, υπήρχαν εκτεταμένες εκκλήσεις για την ενοποίηση των εσθονικών εδαφών (Εστλαντ και Λιβονία) και τον επίσημο τερματισμό της ρωσοποίησης.
Η πτώση του τσαρικού καθεστώτος τον Φεβρουάριο του 1917 έθεσε επιτακτικά το ζήτημα του πολιτικού μέλλοντος της Εσθονίας. Οι έντονες πιέσεις του Tόνισον και του μεγάλου εσθονικού πληθυσμού που ζούσε στην Πετρούπολη ανάγκασαν την προσωρινή κυβέρνηση να αποδεχτεί την εδαφική ενοποίηση της Εσθονίας ως μία επαρχία και την εκλογή επαρχιακής συνέλευσης, του Maapäev, αργότερα το ίδιο έτος. Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν σημαντική υποστήριξη για τα αριστερά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Μπολσεβίκων, των Σοσιαλδημοκρατών και των Σοσιαλεπαναστατών. Η ψηφοφορία περιπλέχθηκε, ωστόσο, από την παρουσία πολυάριθμου στρατιωτικού προσωπικού εκτός Εσθονίας. Η κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους στην Πετρούπολη τον Νοέμβριο του 1917 επεκτάθηκε και στην Εσθονία, μέχρι που η Γερμανία με την τελευταία της επιχείρηση στο ανατολικό μέτωπο κατέλαβε την Εσθονία τον Φεβρουάριο του 1918. Τα περισσότερα από τα άλλα πολιτικά κόμματα της Εσθονίας συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονταν ανάμεσα στις δύο δυνάμεις και συμφώνησαν να αρχίσουν ενεργή αναζήτηση εξωτερικής υποστήριξης. Αντιπρόσωποι στάλθηκαν στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να εξασφαλίσουν τη δυτική αναγνώριση της διακήρυξης της ανεξαρτησίας της Εσθονίας. [2]
Στις 3 Μαρτίου του 1918 με την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ - Λιτόφσκ τα εσθονικά εδάφη πέρασαν στην κυριαρχία των γερμανικών δυνάμεων μέχρι τις 11 Νοεμβρίου του 1918, όταν με τη συνθηκολόγηση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, έληξε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η προσωρινή κυβέρνηση της αυτόνομης επαρχίας της Εσθονίας με επικεφαλής τον Κονσταντίν Πατς ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας. Αλλά, με το ξέσπασμα του Ρωσικού εμφύλιου πολέμου, ο Κόκκινος στρατός κατέλαβε την πόλη Νάρβα και εισήλθε στα εσθονικά εδάφη.[3]. Οι Εσθονοί βοηθούμενοι τόσο από μια βρετανική ναυτική μοίρα όσο και από μια εθελοντική δύναμη 2.700 Φινλανδών, προχώρησε σε αντεπίθεση τον Ιανουάριο του 1919 και κατάφερε να εκδιώξει τον Κόκκινο στρατό από τα εδάφη της και να προελάσει σε ρωσικό και λετονικό έδαφος. Με τη γενίκευση του εμφυλίου πολέμου, στο πλευρό των Εσθονών παρατάχτηκαν και δυνάμεις του Λευκού στρατού, οι οποίες κατάφεραν τελικά, να απωθήσουν τον Κόκκινο στρατό και να υποχρεώσουν τους Σοβιετικούς να παραχωρήσουν ανεξαρτησία στην Εσθονία τον Φεβρουάριο του 1920.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτό το λήμμα περιέχει ύλη από τη Βιβλιοθήκη Μελετών Χωρών του Κογκρέσου (Library of Congress Country Studies), που είναι κυβερνητικές εκδόσεις των ΗΠΑ στο κοινό κτήμα.
- ↑ «Estonia - Interwar Independence, 1918-40». countrystudies.us. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2022.
- ↑ Walter R. Iwaskiw, ed. (1995). «Estonia: A Country Study (Early History)». Library of Congress Country Studies. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2022.
- ↑ https://www.britannica.com/place/Estonia/History#ref418725
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Estonian War of Independence στο Wikimedia Commons